ὀρυκτῆς — ὀρυκτή fem gen sg (attic epic ionic) ὀρυκτός dug fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύκται — ὀρύκτης digger masc nom/voc pl ὀρύκτᾱͅ , ὀρύκτης digger masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρυκτῶν — ὀρύκτης digger masc gen pl ὀρυκτή fem gen pl ὀρυκτός dug fem gen pl ὀρυκτός dug masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρύκτου — ὀρύκτης digger masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεκρορύκτης — νεκρορύκτης, ὁ (Α) αυτός που σκάβει τους τάφους και βγάζει έξω τους νεκρούς, τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. τοιχ ορύκτης, χρυσ ορύκτης] … Dictionary of Greek
φρεατορύκτης — ο, ΝΑ, και φρεορύκτης Α φρεατωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, ατος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. νεκρ ορύκτης, τοιχ ορύκτης] … Dictionary of Greek
ταφρορύκτης — ο, ΝΜ αυτός που ανοίγει τάφρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] … Dictionary of Greek
τοιχορύκτης — και τοιχωρύκτης, ὁ, Α τοιχωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] … Dictionary of Greek
τυμβορύκτης — ὁ, Μ ο τυμβωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. τοιχ ορύκτης] … Dictionary of Greek
χρυσορύκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που εξάγει από τη γη χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀρυκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. φρεατ ορύκτης] … Dictionary of Greek